εωανατολεύς

εωανατολεύς
ἐωανατολεύς, -έως, ὁ (Μ)
προσηγορία τού Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (II) + ανα-τολ-εύς (< ανα-τέλλω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”